φαρμακογεωγραφία

φαρμακογεωγραφία
η
τμήμα της φαρμακογνωσίας (βλ. λ.), που ασχολείται με την τοπική προέλευση των φυτικών φαρμάκων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακογεωγραφία — η, Ν (παλ. όρος) τμήμα τής φαρμακογνωσίας, που έχει ως αντικείμενο την τοπική προέλευση τών φυτικών φαρμάκων …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”